καυκιέμαι

καυκιέμαι
και καυκιούμαι
βλ. καυχιέμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καυκίζω — καυχησιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καυκιέμαι κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυκιέμαι και καυχιούμαι και καυκιούμαι καυχήθηκα, παινιέμαι: Καυχιέται για την προαγωγή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”